- δυσπολιόρκητος
- -η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητονη δυσκολία για άλωση με πολιορκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσπολιόρκητος — hard to take by siege masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπολιορκητότερον — δυσπολιόρκητος hard to take by siege adverbial comp δυσπολιόρκητος hard to take by siege masc acc comp sg δυσπολιόρκητος hard to take by siege neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπολιόρκητον — δυσπολιόρκητος hard to take by siege masc/fem acc sg δυσπολιόρκητος hard to take by siege neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)